- εὔστολον
- εὔστολοςmasc/fem acc sgεὔστολοςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύστολος — εὔστολος, ον (ΑΜ) 1. (για πλοία) ευσταλής, καλά εξοπλισμένος 2. ευσταλής, με ωραίο παράστημα («ἦν δὲ τῇ ἡλικίᾳ εὔστολος») 3. κόσμιος, με αξιοπρεπή και ευγενική συμπεριφορά 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔστολον το ωραίο παράστημα μσν. 1. ασφαλής, βολικός … Dictionary of Greek